παρνασσιακοί

παρνασσιακοί
Όνομα που δόθηκε στους ποιητές οι οποίοι στην περίοδο περίπου 1850-55 έδωσαν ώθηση στη Γαλλία σε ένα λογοτεχνικό ρεύμα που ονομάστηκε Παρνασσός. Το κίνημα ονομάστηκε έτσι από τον τίτλο της ανθολογίας Σύγχρονος Παρνασσός, μια συλλογή νέων στίχων, που είχε εκδώσει ο εκδότης Λεμέρ σε εβδομαδιαία τεύχη από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 1866. Κοινή επιθυμία των π. ήταν να αντιδράσουν στον συναισθηματικό ρομαντισμό και σε κάθε απόπειρα συμβιβασμού του ωραίου με το χρήσιμο. Ήδη ο Ουγκό στις Orientales (1829) και ο Θεόφιλος Γκοτιέ είχαν υποστηρίξει με πάθος τη λατρεία της ομορφιάς, την τέχνη για την τέχνη. Από το λογοτεχνικό είδος που κυριαρχούσε είχαν απομακρυνθεί και ο Αρσέν Ουσέ και ο Τεοντόρ ντε Μπανβίλ με την αγάπη του για το αρχαίο κάλλος και τα δύσκολα γυμνάσματα ύφους. Ένας πρώτος παρνασσιακός κύκλος σχηματίστηκε γύρω από τον Κατίλ Μαντές και το περιοδικό του Revue fantaisiste (1861), που συγκέντρωνε τους Γκοτιέ, Μπανβίλ, Μποντλέρ, Βιλιέ ντε λ’ Ιλ-Αντάν κ.ά. Με πρωτοβουλία του εκδότη Αλφόνς Λεμέρ η ομάδα ανασυγκροτήθηκε γύρω από τη Revue du progrιs (1863-1864) και την Art (1865-1866), με τα νέα ονόματα των Βερλέν, Κοπέ, Λεκόντ ντε Λιλ. Με τη συνεργασία του Μαντές και του Σαβιέντε Ρικάρ, ο Λεμέρ εξέδωσε έπειτα την πρώτη σειρά του Parnasse contemporain, που, εκτός από τη συνεργασία των παραπάνω, δημοσίευσε και στίχους, μεταξύ άλλων, των Ερεντιά, Μαλαρμέ, Σεντ-Μπεβ, Φρανς. Άλλες δύο σειρές εκδόθηκαν το 1871 και το 1876, ήδη όμως μερικοί από τους μυημένους στον Παρνασσό είχαν περάσει στον συμβολισμό. Οι π., υποστηρίζοντας μια κλασική ποιητική, προσπάθησαν να επιβάλουν μια ποίηση αντικειμενική και συναισθηματικά απαθή, επιδιώκοντας μια καλλιτεχνική ακρίβεια που δεν μπορούσε να μην διατρέξει τον κίνδυνο του φορμαλισμού, του ακαδημαϊσμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρνάσ(σ)ιος — α, ον / παρνάσ(σ)ιος, ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός 1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοι οι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού …   Dictionary of Greek

  • παρνασ(σ)ιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό ή στην ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού* 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Παρνασσιακοί οι ποιητές που ακολουθούν την ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού, η οποία εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά τα τέλη …   Dictionary of Greek

  • συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”